- ὑαλῖτις
- ὑᾰλῖτις, ιδος, ἡ,A vitreous, ἄμμος and
ψάμμος ὑαλῖτις Str.16.2.25
; γῆ ibid.; [γῆ] ὑελῖτις Thphr.Lap.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψάμμος ὑαλῖτις Str.16.2.25
; γῆ ibid.; [γῆ] ὑελῖτις Thphr.Lap.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑαλῖτις — vitreous fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υαλίτις — και ὑελῑτις, ίτιδος, ἡ, Α βλ. υαλίτιδα … Dictionary of Greek
ὑαλῖτιν — ὑαλῖτις vitreous fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υαλίτιδα — η / ὑαλῑτις, ίτιδος, ΝΑ, και ὑελῑτις Α νεοελλ. ιατρ. υαλοειδίτιδα αρχ. ύλη κατάλληλη για την παρασκευή υάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. ῖτις / ίτιδα*] … Dictionary of Greek